Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υπονύχιος
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν (ανατ.-ιατρ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από το νύχι («υπονύχιο αιμάτωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyponychial<ὑπ(ο)- +ὄνυξ, -υχος+ κατάλ. -ιος].