υποτρίπους

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, Α
συν. στον πληθ. οι ὑποτρίποδες·σανίδες εγκάρσιες που ενώνουν στο κάτω μέρος τα πόδια του τραπεζιού ή του τρίποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τρίπους «τρίποδας»].