Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υποτρίπους
Greek Monolingual
-οδος, ὁ, Α συν. στον πληθ.οι ὑποτρίποδες·σανίδες εγκάρσιες που ενώνουν στο κάτωμέρος τα πόδια του τραπεζιού ή του τρίποδα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὑπ(ο)- +τρίπους «τρίποδας»].