-εία, -υ, Α1. ο κάπως κοντός, ο μάλλον χαμηλός στο ανάστημα2. (μετρ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπόβραχυς·(ενν. πούς) μετρική μονάδα με σχήμα -∪ - - -.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βραχύς.