η / ὑπόκρουσις, -ούσεως, ΝΑ ὑποκρούωνεοελλ.συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας με μουσικό όργανο (α. «με υπόκρουση πιάνου» β. «με υπόκρουση ορχήστρας»)αρχ.διακοπή του λόγου.