-η, -ο/ ὑπόστεγος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από στέγη
2. ο καλυμμένος με στέγη
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόστεγο
χώρος στεγασμένος αλλά όχι κλεισμένος ολόγυρα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. ἡ υπωροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. κατά-στεγος].