ὑπόστεγος
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ὑπόστεγον, (στέγη)
A under the roof, in the house, S.Ph.34: also with Verbs of Motion, βεβᾶσιν δωμάτων ὑπόστεγοι Id.El.1386; εἰσδέδεγμαι πημονὴν ὑπόστεγον Id.Tr. 376.
2 covered over, ἄντρον Emp.120; δεξαμεναί Pl.Criti.117b; καθέδραι D.H.3.68.
3 βίος ὑπόστεγος = indoor life, Them.Or.30.350a; ἡ ὑπόστεγος φιλοσοφία Jul. ad Them.262d.
German (Pape)
[Seite 1233] unter dem Dache, im Hause; Soph. Phil. 34; βεβᾶσιν ἄρτι δωμάτων ὑπόστεγοι El. 1378; Trach. 375; ὑπόστεγόν τινα δέξασθαι Plat. Critia. 117 b; bedeckt, ἄντρον Empedocl. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sous un toit, dans une maison ; avec un verbe de mouv. qui entre dans une maison.
Étymologie: ὑπό, στέγη.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόστεγος:
1 находящийся под крышей, крытый (ἄντρον Emped.; δεξαμεναί Plat.);
2 находящийся в доме: εἰσδέξασθαί τινα (τι) ὑπόστεγον Soph. принять кого(что)-л. в свой дом; οὐδέν ἐσθ᾽ ὑπόστεγον; Soph. (разве) в доме ничего нет?; βεβηκέναι δωμάτων ὑ. Soph. проникнуть в дом.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόστεγος: -ον, (στέγη) ὁ ὑπὸ στέγην, ὁ ἐν οἰκίᾳ, Σοφ. Φιλ. 34· ὡσαύτως μετὰ ῥημάτων κινήσεως, βιβᾶσιν ἄρτι δωμάτων ὑπόστεγοι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1385· τίν’ ἐσδέδεγμαι πημονὴν ὑπόστεγον λαθραῖον; ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 376. 2) ἐπικεκαλυμμένος διὰ στέγης, ἄντρον Ἐμπεδ. 29· δεξαμεναὶ Πλάτ. Κριτί. 117Β· καθέδραι Διονύσ. Ἁλ. 3. 68. 3) βίος ὑπ., ὃν διέρχεταί τις ὑπὸ στέγην, ἐντὸς τῆς οἰκίας, Θεμίστ. 350A· ἡ ὑπ. φιλοσοφία Ἰουλιαν. 262D· - ὑπόστεγον, = ὑπωρόφιον, Πολυδ. Α΄, 80.
Greek Monolingual
-η, -ο/ ὑπόστεγος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από στέγη
2. ο καλυμμένος με στέγη
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόστεγο
χώρος στεγασμένος αλλά όχι κλεισμένος ολόγυρα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. ἡ υπωροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. κατά-στεγος].
Greek Monotonic
ὑπόστεγος: -ον (στέγη), αυτός που βρίσκεται κάτω από στέγη, αυτός που βρίσκεται μέσα σε σπίτι, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὑπό-στεγος, ον, στέγη
under the roof, in or into the house, Soph.
English (Woodhouse)
at home, housed, sheltered by a roof, under cover, under shelter