-ή, -ό / ὑστερινός, -ή, -όν, ΝΜ, και υστερνός Νστερνός. επίρρ...υστερινά και υστερνά Νστο τέλος, κατόπιν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + κατάλ. -ινός (πρβλ. μεσημβρινός)].