υστεροφημία

Greek Monolingual

η / ὑστεροφημία, ΝΑ
μεταθανάτια καλή φήμη, η εύφημη μνεία κάποιου μετά τον θάνατό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -φημία (< -φημος < φήμη), πρβλ. κακοφημία].