υστερόβουλος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που σκέπτεται ή ενεργεί με υστεροβουλία, ιδιοτελής.
επίρρ...
υστεροβούλως και υστερόβουλα Ν
με υστεροβουλία, με ιδιοτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό-βουλος. Το επίρρ. στον λόγιο τ. ὑστεροβούλως, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].