-ον, Α1. αυτός ο οποίος είχε θεωρηθεί νεκρός και μετά εμφανίστηκε να ζει2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστερόποτμοντὸν δεύτερον γάμον».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πότμος «μοίρα, πεπρωμένο» (πρβλ. κακόποτμος)].