υφιδρύω

Greek Monolingual

Α
μτφ. θέτω κάτι υπό τον έλεγχο κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἱδρύω «βάζω κάποιον να καθίσει, εγκαθιστώ»].