εγκαθιστώ

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐγκαθίστημι
Μ και ἐγκαθιστῶ)
Ι. 1. τοποθετώ
2. ορίζω ή επιτρέπω σε κάποιον να μείνει μόνιμα σε ορισμένο τόπο
3. επικυρώνω με επίσημη πράξη ή τελετή την ανάληψη καθηκόντων από υπάλληλο ή αξιωματούχο
4. (για πολίτευμα, σύστημα κ.λπ.) εγκαθιδρύω
II. παθ. ἐγκαθίσταμαι
1. μεταβαίνω σε νέο τόπο μόνιμης διαμονής
2. αναλαμβάνω επίσημα τα καθήκοντά μου.