Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υψίκομος
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίκομος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -όμη Α (για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλά αρχ. 1. αυτός του οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά 2. (για όρος) υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὕψι «ψηλά» + -κομος (<κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύκομος].