υψίλυχνος

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που φωτίζει ψηλά
2. (σε συνεκφορά με την λ. αυγή) φωτισμός με λυχνία που κρέμεται ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λύχνος.