-ουν / ὑψίνους, -ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ὑψίνοος, -ον, Αυψηλόφρωννεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το υψίνουνυψίνοια, υψηλοφροσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + νόος / νοῦς (πρβλ. πολύνους)].