Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υψίπολις
Greek Monolingual
-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α 1.πολίτης ένδοξης πόλης 2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὕψί «ψηλά» +πόλις (πρβλ. πολύπολις)].