πολύπολις
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
-εως, Ion. -ιος, ὁ, ἡ, poet. πολύπτολις, with many cities, Call.Dian.225; ἡ π. Ἀλεξάνδρεια a congeries of cities, Ph.2.541.
German (Pape)
[Seite 669] ὁ, ἡ, mit vielen Städten; χώρα, Poll. 9, 27; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπολις: -εως, Ἰων. ιος, ὁ, ἡ, ποιητ. πολύπτ-, ὁ ἔχων πολλὰς πόλεις, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 255· τῆς μεγαλοπόλεως ἢ πολυπόλεως Ἀλεξανδρείας Φίλων 2. 541.
Greek Monolingual
-εως και ιων. τ. -ιος και επικ. τ. πολύπτολις, ὁ, ἡ, Α
1. (για θεό) αυτός που έχει πολλές πόλεις, που είναι πολιούχος σε πολλές πόλεις
2. (για πόλη) αυτή που απαρτίζεται από πολλές συνοικίες, μεγαλούπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πόλις / πτόλις (πρβλ. δικαιό-πολις, μεγαλό-πολις)].