-ουν, Α1. αυτός που έχει ψηλά πόδια2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτίπους)].