-ον, Α(στον Όμ.) (ως επίθετο της Τροίας και της Θήβας) αυτός που έχει υψηλές πύλες (α. «ἔνθα κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον υἷες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.β. «Θήβην ὑψίπυλον», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυλος (< πύλη), πρβλ. τηλέπυλος].