Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υψίσυχνος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν 1.υψίπυκνος, αυτός που έχει υψηλή συχνότητα 2.φρ. «υψίσυχνο ρεύμα» (ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα του οποίου η συχνότητα υπερβαίνει το 1 μεγαχέρτς. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὕψι+συχνός.