και ὑψόφρων, -ονος, ὁ, ἡ, Αυψηλόφρων. επίρρ...ὑψιφρόνως Μυπερήφανα, αγέρωχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. εὔφρων].