υἱωνεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, = υἱωνός (grandson), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1176] ὁ, = υἱωνός, Ammon.

Greek (Liddell-Scott)

υἱωνεύς: έως, ὁ, (υἱὸς) υἱὸς υἱοῦ, ἔγγονος, Ἰλ. Β. 666, Ὀδ. Ω. 514, Πλούτ., κλπ.· - ὡσαύτως υἱωνός, ἡ, ἡ ἐγγόνη, Νικήτ. Χρον. 330C· ἀλλὰ υἱωνὴ παρ’ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 22, 1· ἴδε Θωμ. Μάγιστρ. 850, Μοῖρ. - Πρβλ. ὑϊδοῦς.

Greek Monolingual

-έως, ὁ ΜΑ
βλ. υἱωνός.