φάγιλος

English (LSJ)

ὁ, a lamb, either when it begins to be eatable or to eat alone, Arist.Fr.507; written φαγηλός, φαναός in Hsch., φανυλός in Eust.1625.38.

German (Pape)

[Seite 1249] ὁ, ein Lamm, eine junge Ziege, eigtl. wenn es anfängt, eßbar zu werden od. allein zu fressen, Plut. qu. gr. 14 aus Arist.; auch φαγαλός u. φαγηλός geschrieben, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agneau ou chevreau en état d'être mangé.
Étymologie: φαγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

φάγῐλος: (ᾰ) ὁ ягненок или козленок, предполож. съедобный, т. е. достигший убойного возраста Arst. ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φάγῐλος: ὁ, ἀμνὸς ὅταν καταστῇ φαγώσιμος ἢ ὅταν ἀρχίζῃ νὰ βόσκηται, Ἀριστ. Ἀποσπ. 464· φέρεται φαγηλός, φαναὸς παρ’ Ἡσύχ., φανυλὸς παρ’ Εὐστ. 1625. 38.

Greek Monolingual

και φαγηλός, ὁ, Α
μικρό αρνί που έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε να μπορεί να φαγωθεί, αρνάκι του γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αόρ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα -ιλο-ς (πρβλ. πτ-ίλο-ν)].

Frisk Etymology German

φάγιλος: {phágilos}
Meaning: = ἀμνός (Arist. Fr. 507).
Etymology: Zu φαγεῖν mit Bezug auf das Alter, wenn das Lamm eßbar wird (Fick GGA 1894, 247, Chantraine Form. 248 f.).
Page 2,980