αρνάκι

From LSJ

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60

Greek Monolingual

το αρνί
1. το μικρό αρνί
2. κρέας αρνίσιο
3. άκακος, φιλήσυχος άνθρωπος.