φάλτσος
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. παράφωνος·2. λοξός, στραβός
3. εσφαλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falso «λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος»].
-α, -ο, Ν
1. παράφωνος·2. λοξός, στραβός
3. εσφαλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falso «λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος»].