Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φάρα
Greek Monolingual
η, Ν 1.γένος, σόι 2.μτφ. (σκωπτικά) άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια χαμηλής ηθικής στάθμης κοινωνική ομάδα («ανήκουν στην ίδιαφάρα»). [ΕΤΥΜΟΛ.< αλβ. fara «σπόρος, γένος», ενώ, κατ' άλλους, από κουτσοβλάχικο fară «γένος», γερμ. προέλευσης].