φέραλγος

Greek (Liddell-Scott)

φέραλγος: -ον, ὁ φέρων ἄλγος, κακώνυμος... Μοῖρα, μέλαινα, φέραλγος Νικήτ. Εὐγεν. 6. 215.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που προξενεί πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -αλγος (< ἄλγος)].