κακώνυμος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκώνῠμος Medium diacritics: κακώνυμος Low diacritics: κακώνυμος Capitals: ΚΑΚΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: kakṓnymos Transliteration B: kakōnymos Transliteration C: kakonymos Beta Code: kakw/numos

English (LSJ)

κακώνυμον, (ὄνομα) Glossaria on δυσώνυμος, Suid., cf. Paul.Al.N.3.

German (Pape)

[Seite 1306] = δυσώνυμος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κακώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων κακὸν ὄνομα, = δυσώνυμος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακώνυμος, -ον)
αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερώνυμος, ψευδώνυμος].