κακώνυμος
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
κακώνυμον, (ὄνομα) Glossaria on δυσώνυμος, Suid., cf. Paul.Al.N.3.
German (Pape)
[Seite 1306] = δυσώνυμος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κακώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων κακὸν ὄνομα, = δυσώνυμος, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακώνυμος, -ον)
αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερώνυμος, ψευδώνυμος].