όνος, ὁ, jaw, Hsch. (pl.).
[Seite 1249] ὁ, 1) der Fresser, Sp. – 2) der Kinnbacken, Hesych.
-όνος, ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «σιαγών, γνάθος».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα -ών, -όνος (πρβλ. σιαγών)].