φαλκιδεύω

Greek Monolingual

Ν
1. περιορίζω νόμιμες απαιτήσεις, καταπατώ δικαιώματα
2. παρακρατώ μέρος κληρονομικής μερίδας
3. διαστρεβλώνω
4. υποκλέπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το φαλκίδιος, όν. ρωμαϊκού νόμου].