φαλτσαστέκα

Greek Monolingual

και φαλτσοστέκα και φαλτσοστεκιά, η, Ν
1. εσφαλμένο χτύπημα της σφαίρας στο μπιλιάρδο
2. (κατ' επέκτ.) αποτυχημένη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλτσος + στέκα].