φαμίλια
Greek Monolingual
η / φαμιλία, ΝΜΑ, και φαμιλιά και φαμελιά Ν, και φαμηλία Μ
οικογένεια
νεοελλ.
1. (ιδίως) η πολυμελής οικογένεια
2. φρ. «πάτερ φαμίλιας» — ο αρχηγός της οικογένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. familia «οικογένεια μαζί με το υπηρετικό προσωπικό»].