φαμιλία
From LSJ
πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
English (LSJ)
ἡ, = Lat. familia, BCH14.370 (Caria), Gp.2.7.2; φ. μονομάχων Inscr.Cos 141.1, IGRom.4.1454 (Smyrna); στρατιωτῶν BGU316.10 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
φαμιλία: ἡ, τὸ Λατ. familia, Συλλ. Ἐπιγρ. 2511. 3213.