Adv. openly, Hdn.Gr.1.509.
Αεπίρρ. απροκάλυπτα, φανερά.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από τα ἀνα-φανδόν, ἐξανα-φανδόν (< θ. φαν- του φαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δόν), πρβλ. σχεδόν].