φαντασιώ

Greek Monolingual

-όω, Α φαντασία
1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιώσεις
2. μέσ. φαντασιοῦμαι, -όομαι
πλάθω με τη φαντασία μου, μεταφέρομαι νοερά σε φανταστικούς κόσμους
3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) πεφαντασιωμένος·αυτός που έχει ψευδαισθήσεις.