Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φαρί
Greek Monolingual
το / φαρίν, ΝΜ, και φαρίον Μ άλογο, ιδίως το κατάλληλο για ιππασία ή για πόλεμο («οι καβαλλάροι μάχουνται, και τα φαριά μουγκρίζου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του αραβ. faras «ίππος»].