φαρίον

German (Pape)

[Seite 1255] τό, dim. von φᾶρος (?). Aber φάριον erkl. Poll. 7, 67 ὁ ἐρεοῦς κεκρύφαλος.

Greek Monolingual

και φαρίν, τὸ, Μ
βλ. φαρί.