φαρμακέμπορος

Greek Monolingual

ο, Ν
ιδιοκτήτης φαρμακεμπορείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες].