φαρμακικός
English (LSJ)
φαρμακική, φαρμακικόν, of or for a φάρμακον, Tz.ad Lyc. 1137.
German (Pape)
[Seite 1256] das φάρμακον betreffend, dazu gehörig, Sp., wie Schol. Lycophr. 1138.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμακικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάρμακον, Τζέτ. εἰς Λυκόφρ. 1138.