φαρμακτήρ

English (LSJ)

φαρμακτῆρος, ὁ, = φαρμακεύς, Opp.H.2.483.

German (Pape)

[Seite 1257] ῆρος, ὁ, = φαρμακεύς, Opp. Hal. 2, 483.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμακτήρ: ῆρος, ὁ, = φαρμακεύς, Πέρσαι φαρμακτῆρες ὀλέθρια μητίσαντο Ὀππ. Ἁλ. 2. 483.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
δηλητηριαστής, φαρμακεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάσσω + επίθημα -τήρ (πρβλ. φυλακτήρ)].