φαρμακών
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1257] ῶνος, ὁ, Ort, wo gefärbt wird, Färberei, Soph. frg. 956.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκών: ῶνος ὁ красильня Soph.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκών: -ῶνος, ὁ, βαφεῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 956.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, ΜΑ
βαφείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. ἀνθρακών)].