φατριάρχης

English (LSJ)

v. φρατριάρχης.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αρχηγός συνωμοσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φατρία + -άρχης].

German (Pape)

ὁ, s. φρατριάρχης.