φαυλόνους

English (LSJ)

φαυλόνουν, ill-disposed, Sch.Ar.Nu.629.

German (Pape)

[Seite 1259] ουν, schlecht gesinnt, Schol. Ar. Nubb. 625.

Greek (Liddell-Scott)

φαυλόνους: ουν, ὁ φαῦλον νοῦν ἔχων, σκαιός, ἀπαίδευτος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 625.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει φαύλο νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + -νους (< νοῦς), πρβλ. κακό-νους].