φειδίτια

English (LSJ)

v. φιδίτης, φιδίτιον.

Greek (Liddell-Scott)

φειδίτια: τά, ἴδε φιλίτια.

Greek Monotonic

φειδίτια: τά, βλ. φιδίτια.

Middle Liddell

φειδίτια, ων, τά, [v. sub φιλίτια.]