φιδίτιον

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐδίτῐον Medium diacritics: φιδίτιον Low diacritics: φιδίτιον Capitals: ΦΙΔΙΤΙΟΝ
Transliteration A: phidítion Transliteration B: phidition Transliteration C: fidition Beta Code: fidi/tion

English (LSJ)

[ῑτ], τό,
A common mess at Sparta, later name for the earlier ὰνδρεῖον (v. ἀνδρεῖος III), Arist.Pol.1271a27, 1272a2, b34, Rh.1411a25, Antiph.44.3, Dicaearch.Hist.23, Phylarch.44 J., D.H.2.23, Cic. Tusc.5.34.98, Ἑλληνικά 1.18, 19 (Gytheum, i A. D.), Plu.Lyc.12 (hence Porph.Abst.4.4), Agis 8, Cleom.13, Phoc.20, Paus.7.1.8, IG5(1).128.13, al. (ii A. D.), Philostr.VA4.27, Them.Or.19.227b, Hsch. s. vv. διαφοιγοιμόρ, φιδίτια, Phot. s.v. συσσιτίαι, Suid. s.v. Λυκοῦργος, φιλίτια, Eust.1413.23.
II dining hall in which the meals took place, X.HG5.4.28, Lac.3.5, 5.6, Phld.Mus.pp.18,86 K., D.Chr.2.44, Plu.Lyc.26, Ages.20, Id.2.697e, Ath.4.139c. [Quantity given by εἰς τὰ φιδίτια (φειδ- codd.Ath.) at end of iambic line in Antiph. l. c., where φιδι- is possible but involves an unlikely φιδιτης.] (Written φιδείτια in ἑλληνικά l. c., φειδείτιον (or -α) in IG5(1)Il.cc. (exc. φειδίτιον in 1507); but dat. φιλιτείοις and φιλειτείοις in Phld. Il. cc. (Pap.); this contradiction in the early evidence is unexplained; the form φιδ- or φειδ- is corroborated by Plu.Lyc.12, where it is suggested that the word comes from φιλία with substitution of δ for λ, or from φειδώ, or from *ἐδίτια ('eatings', cf. ἐδωδή) with prefixed φ. Codd. have φιδίτια (or ον) in Arist.Pol. (v.l. φιλίτια), Plu. (exc. φιτιδίοις v.l. in Cleom. l. c., φιλιτίων all codd. in Phoc. l.c., φιλίτια all codd. in 2.714b, φιλέστιον in 2.697e), Hsch.; φειδίτια in Paus., Ath. (who cites Antiph., Dicaearch.Hist., Phylarch.), Eust.; φιλίτια in X. (v.l. φιδίτια in HG l. c.), Arist.Rh. (φιδίτια Sch.), D.H., D.Chr., Philostr., Them., Suid.; philitiis in Cic.)

German (Pape)

[Seite 1273] τό, = φειδίτιον, s. Plut. Lyc. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mieux que φειδίτιον;
repas commun chez les Lacédémoniens.
Étymologie: DELG apparenté à φείδομαι « qui concerne l'écot ».

Greek Monolingual

και φειδίτιον και φειδίτειον, τὸ, Α
1. (στην Σπάρτη) συσσίτιο, αλλ. φιλίτιον
2. αίθουσα στην οποία γευμάτιζαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιδίτης με διατήρηση του -τ- στη Δωρική χωρίς συριστικοποίηση προ του -ι- (πρβλ. δημότης: δημόσιος). Κατ' άλλη άποψη, ωστόσο, που δεν θεωρείται πιθανή, ο τ. συνδέεται με τη λ. ἐδωδή «τροφή, φαγητό» μέσω ενός αμάρτυρου τ. ἐδίτια «εδέσματα»].

Russian (Dvoretsky)

φιδίτιον: τό Plut. = φειδίτιον.