φελλίς

English (LSJ)

γῆ, = φελλίον (stony ground), Poll.1.227: Φελλεῖδα is pr.n. of a piece of land in IG22.2492.1,32 (the older form was prob. φελληΐς (φελλῄς): ἀφελλής is v.l. in Poll. l. c.).

German (Pape)

[Seite 1260] ίδος, ἡ, γῆ, steiniges Land oder Erdreich, Poll. 1, 227.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(ενν. γῆ) θηλ. του φελλεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. της λ. φελλεύς, με κατάλ. -ίς, -ίδος].