φεουδαλικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
φεουδαρχικός.
επίρρ...
φεουδαλικώς και φεουδαλικά Ν
κατά το φεουδαλικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feodal, αγγλ. feudal < μτγν. λατ. feodalis / feudalis < feodum / feudum (βλ. λ. φέουδο). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Γερ. Μαυρογιάννη].