φεουδαρχικός

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν φεουδάρχης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φεουδαρχία ή στον φεουδάρχη
2. φρ. «φεουδαρχικό σύστημα» — η φεουδαρχία, ο φεουδαρχισμός.
επίρρ...
φεουδαρχικώς και φεουδαρχικά Ν
κατά το φεουδαρχικό σύστημα.