φερεαυγής

English (LSJ)

φερεαυγές, poet. for φεραυγής, AP9.634.

German (Pape)

[Seite 1261] ές, poet. statt φερα υγής, κοίρανος αἴγλης Ep. ad. 339 (IX, 634).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. φεραυγής.

Russian (Dvoretsky)

φερεαυγής: светоносный, лучезарный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φερεαυγής: -ές, ποιητ. ἀντὶ φεραυγής, φερεαυγέα κοίρανον αἴγλης Ἀνθ. Παλ. 9. 634.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φεραυγής.

Greek Monotonic

φερεαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που φέρνει φως, σε Ανθ.

Middle Liddell

φερε-αυγής, ές αὐγή
bringing light, Anth.