лучезарный
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
Russian > Greek
αἰγλήεις, αἰγλάεις, αἰγλᾶς, ἀριπρεπής, τηλαυγής, δῖος, χρυσόχροος, χρυσόχρους, φωτεινός, καλλιλαμπέτης, καλλιφεγγής, λαμπρός, φωσφόρος, φερεαυγής, πολιός, φαέθων, φαιδρός, φλογώψ, ἠλέκτωρ, χρυσοφαής, ἀστροφαής, ἀστροφανής, εὐφεγγής, ἐναργής